Το σπουργίτι.
Ρίξι κανιά ψύχα καταής νά’ρθνε τα τσόνια να φάν καμιά στάλα κι αυτά τα ιέρμα!
Το σπουργίτι.
Ρίξι κανιά ψύχα καταής νά’ρθνε τα τσόνια να φάν καμιά στάλα κι αυτά τα ιέρμα!
Τα πόδια, η λέξη προέρχεται απ’ το μακρύ κομμάτι ξύλου με διακλαδώσεις, τσατάλα.
Μάζιψι τα τσατάλια’ς μ’απλώθκες στη ντιβανοκασιέλα λες κι ίσι μαναχό’ς!
Το πουλί τρωγλοδύτης. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για κάποιον που κρύβει αντικείμενα, ή για κάποιον που κλείνεται συνεχώς στο σπίτι του, και ποτέ δεν τον βλέπει κανείς.
-Πές κι σ’αφνούς να βγιούν σ’όξου να πιούμι κανά κρασί στη ταβέρνα,απόψ’.
-Αι απ’θα βγιούν αυτοίν απ’ του σπίτιτ’ς! Αυτοίν είνι τρυπουφράχτες ουλουένα μιέσα στού σπίτιτ’ς καθένται.
Αυτός που κρύβει σε απίθανα σημεία αντικείμενα, και είναι δύσκολο να τα βρεί κάποιος. Το πρώτο συνθετικό τρυπο-λόγος, βγαίνει απ’ το ρήμα “τρυπώνω” κρύβω.
Αρέ τι τρυπολόγος είσι συ πιδάκι’μ! Σ απού πήγις και τρύπουσες τα κλειδιά τς’ ιξώπουρτας κι δι μπουρούμι να μπούμι μιέσα!
Η καρδερίνα.
Αϊτι πάμι να στήσουμι κανιά ξόβιργα μπάκαι πιάσουμι τουρκουπούλες κι κανά λουγαράκ’ι.
Ο ξέφρενα παλαβός.
Α ρε παλαβοραϊά! Τς ανεμουτούρλιαξις ούλες τς κότις στου κουτέτ’ς.
Σαγόνι. Ειρωνικά για φλύαρο άνθρωπο.
Αρέ τι στιαουλάνθρουπους είσι σύ! άπαυου του τσιαούλι’ ς.
Γυναίκα που κάνει τρέλες, ελαφρόμυαλη.
Αυτήν είνι ντίπ ασουβάρευτην ούλου χαζαμάρις κάν’, ντίπ κατά ντίπ τουρλακίδα!
Σκεπάσματα.
Τα τίναξις μαρή τα τσόλια ή θα μας φάν τα σκλήκια;
Τοσοδά.
Τοσοϊά θα μ’ δώκ’ς μαναχά να φάου! ποιός θα φάει κι ποιός θα γιατριευτεί μ’ αυτήν τη κακαράντζα απ’ μόδωκις!