Κατηγορία: Τ

Τσόν(ι), τσουνουπούλια:

Το σπουργίτι.

Ρίξι κανιά ψύχα καταής νά’ρθνε τα τσόνια να φάν καμιά στάλα κι αυτά τα ιέρμα!

Τσατάλια:

Τα πόδια, η λέξη προέρχεται απ’ το μακρύ κομμάτι ξύλου με διακλαδώσεις, τσατάλα.

Μάζιψι τα τσατάλια’ς μ’απλώθκες στη ντιβανοκασιέλα λες κι ίσι μαναχό’ς!

Τρυποφράχτ’ς:

Το πουλί τρωγλοδύτης. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για κάποιον που κρύβει αντικείμενα, ή για κάποιον που κλείνεται συνεχώς στο σπίτι του, και ποτέ δεν τον βλέπει κανείς.

-Πές κι σ’αφνούς να βγιούν σ’όξου να πιούμι κανά κρασί στη ταβέρνα,απόψ’.

-Αι απ’θα βγιούν αυτοίν απ’ του σπίτιτ’ς! Αυτοίν είνι τρυπουφράχτες ουλουένα μιέσα στού σπίτιτ’ς καθένται.

Τρυπολόγος:

Αυτός που κρύβει σε απίθανα σημεία αντικείμενα, και είναι δύσκολο να τα βρεί κάποιος. Το πρώτο συνθετικό τρυπο-λόγος, βγαίνει απ’ το ρήμα “τρυπώνω” κρύβω.

Αρέ τι τρυπολόγος είσι συ πιδάκι’μ! Σ απού πήγις και τρύπουσες τα κλειδιά τς’ ιξώπουρτας κι δι μπουρούμι να μπούμι μιέσα!

Τουρκουπούλα:

Η καρδερίνα.

Αϊτι πάμι να στήσουμι κανιά ξόβιργα μπάκαι πιάσουμι τουρκουπούλες κι κανά λουγαράκ’ι.

Τροξουπάλαβος:

Ο ξέφρενα παλαβός.

Α ρε παλαβοραϊά! Τς ανεμουτούρλιαξις ούλες τς κότις στου κουτέτ’ς.

Τουρλακίδα:

Γυναίκα που κάνει τρέλες, ελαφρόμυαλη.

Αυτήν είνι ντίπ ασουβάρευτην ούλου χαζαμάρις κάν’, ντίπ κατά ντίπ τουρλακίδα!

Τσόλια:

Σκεπάσματα.

Τα τίναξις μαρή τα τσόλια ή θα μας φάν τα σκλήκια;

Τοσοϊά, ή τοσοϊάς:

Τοσοδά.

Τοσοϊά θα μ’ δώκ’ς μαναχά να φάου! ποιός θα φάει κι ποιός θα γιατριευτεί μ’ αυτήν τη κακαράντζα απ’ μόδωκις!

 

error: Content is protected !!